- πίκα
- η(λ. ιταλ.)1. σύμβολο χαρτιού της τράπουλας, μπαστούνι.2. πείσμα, θυμός, γινάτι: Τον έχω μια πίκα…
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πίκα — (I) η, Ν 1. το πείσμα, ο θυμός (α. «μού μίλησε με πίκα» β. «τό κάνε από πίκα») 2. πείραγμα 3. φρ. «ντάμα πίκα» α) η ντάμα μπαστούνι β) ως κύριο όν. τίτλος ὁπερας τού Τσαϊκόφσκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piccα «αιχμή»]. (II) η, Ν ζωολ. 1. η καρακάξα 2 … Dictionary of Greek
Suit (cards) — The four French playing card suits used primarily in the English speaking world: spades (♠), hearts (♥), diamonds (♦) and clubs (♣). In playing cards, a suit is one of several categories into which the cards of a deck are divided. Most often,… … Wikipedia
τρωκτικά — Τάξη θηλαστικών που αποτελείται από μεγάλο αριθμό ειδών, πολύ διαφορετικών στις διαστάσεις, στη μορφή και στις συνήθειες. Ο πιο σπουδαίος διακριτικός χαρακτήρας είναι η οδοντοφυΐα, χωρίς κυνόδοντες και γενικά μόνο με 4 κοπτήρες, πολύ μακριούς και … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μέγερχολντ, Βσέβολοντ Εμίλιεβιτς — (Vsevolod Emilievich Meyerhold, Πέντσα 1874 – 1940). Ρώσος ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεωρητικός του θεάτρου. Αποφοίτησε το 1898 από τη Φιλοδραματική Εταιρεία της Μόσχας και κατόπιν προσελήφθη στο θέατρο Τέχνης, όπου εργάστηκε ως ηθοποιός και… … Dictionary of Greek
Μπολσόι — (Κρατικό Ακαδημαϊκό θέατρο της Ρωσίας). Κορυφαίο θέατρο της Μόσχας, κέντρο της παγκόσμιας κουλτούρας, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της ρωσικής μουσικοθεατρικής τέχνης. Χτίστηκε το 1824 από τον αρχιτέκτονα O.I. Μπόβε πάνω σε σχέδια του… … Dictionary of Greek
Πούσκιν, Αλεξάντρ Σεργκέεβιτς — (Μόσχα 1799 – Πετρούπολη 1837). Pώσος συγγραφέας. Απόγονος, από την πλευρά του πατέρα του, παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας και, από την πλευρά της μητέρας του, του περίφημου αράπη του Μεγάλου Πέτρου (του Αβησσυνού Αννίβα, τον οποίο προστάτευσε … Dictionary of Greek
Τσαϊκόφσκι, Πιοτρ Ίλιτς — (Βοτκίνσκ 1840 – Πετρούπολη 1893). Ρώσος συνθέτης. Γιος του Ιλία Πέτροβιτς, ορυκτολόγου μηχανικού, και της Αλεξάνδρας Αντρέγεβνα Ασιέ, από την οποία ο Τ. πήρε μερικά στοιχεία του χαρακτήρα του, τη λεπτή ευαισθησία του και τη βασανιστική νεύρωσή… … Dictionary of Greek
pică — PÍCĂ2, pici, s.f. Unul dintre cele patru semne distinctive de pe cărţile de joc, de culoare neagră, în formă de inimă sau de frunză cu vârful în sus şi cu o codiţă în partea de jos; p. ext. carte de joc cu acest semn. – Din germ. Pik, fr. pique.… … Dicționar Român